Δημιουργική γραφή για το γεφύρι της Άρτας

Δημιουργική γραφή για το γεφύρι της Άρτας

Από τον 18ο στίχο και εξής να δώσετε ένα άλλο τέλος και μια διαφορετική πλοκή στο δημοτικό τραγούδι «Του γεφυριού της Άρτας». Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε είτε πεζό λόγο είτε ποιητικό.

Και το πουλί επήγε και εμήνυσε της Λυγερής.

Και εκείνη εμφανίστηκε από την μαύρη στράτα.

Κατεβασμένο το βλέμμα της, χαμηλωμένα μάτια.

Μια πικρία στο πρόσωπό της χαραγμένη.

Και τώρα προς την σφαγήν εβάδιζε σαν το αρνάκι.

Επήγε και όλοι την τάραξαν στο ψέμα :

-Το δαχτυλίδι του πρωτομάστορα εχάθη στο ποτάμι.

Με μια κίνηση αυτή βουτά να πάει να το έβρει.

Μα τότε είναι που άρχισαν οι άλλοι να την χτίζουν.

Και απόθανε η Λυγερή χωρίς λαλιά καμία.

Παρακολουθούσε ο πρωτομάστορας ωσάν να ΄ταν παγωμένος.

Μόλις το γεγονός τελείωσε εχλώμιασε τελείως.

Καταγής πέφτει και κράζει ο ταλαίπωρος:

-Πώς εδυνήθην ο άθλιος και πώς τώρα να ζήσω;

Ήμαρτον και την συμβία μου διατί να θυσιάσω;

Χτυπάει το κεφάλι του, φωτιά νιώθει στα σπλάχνα.

Κλαίει, οδύρεται, την έρημη γη ποτίζει με τον ιδρώτα του.

Το βάρος δεν αντέχει, το φορτίο δεν σηκώνει.

Σαν την λαμπάδα λιώνει εμπρός στη μετάνοιά του.

Τρεις μήνες στην ψυχή του τα αβάσταχτα βαστάζει.

Και εκεί που τα μάτια του δεν στέρευαν,

Τα βράδια δεν κοιμόταν,

Έρχεται το αηδόνι και λέει ανθρωπινή λαλίτσα:

-Φτάνουν τα δάκρυα άνθρωπε, φτάνουν και οι τόσοι θρήνοι

Έλαβες την συγχώριση, εξιλεώθηκε η ψυχή σου.

Και μάθε το πως η γυνή σου ήρωας ήτο.

Θεληματικά θυσιάστηκε, θεληματικά σκοτώθηκε.

Την είχα ειδοποιήσει για τούτην την παγίδα.

Έφυγε το αηδόνι, σάστισε ο πρωτομάστορας.

Χαίρεται η καρδιά του μα και ταράττετε το πνεύμα.

-Ω τρισμακάριστη γυνή! κράζει

Και στο εξής ηρέμησε η δύστυχη ψυχή του.

Έχτισε δίπλα στο γιοφύρι ένα σωστό ξωκλήσσι,

Να μνημονεύεται η ψυχή της άγιας του γυναίκας.

Και έτσι όλα ετελείωσαν και εγένετο ησυχία.

Εργασία της Μαυρίγκου Σοφία Γ1

 

            Του γεφυριού της Άρτας

 Έτσι το αηδόνι βιάστηκε να πάει να πει στη Λυγερή να ετοιμαστεί. Την είδε από το παράθυρο του σπιτιού της και την λυπήθηκε. Στενοχώρια το κατέβαλε και με βαριά καρδιά πήγε να της μιλήσει. Η Λυγερή είχε ήδη ετοιμαστεί και γεμάτη ανυπομονησία ήθελε να πάει να δει τον αγαπημένο της. Το αηδόνι όμως δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον εαυτό του και λίγο πριν φύγει η γυναίκα του αρχιμάστορα για το  γεφύρι ,της είπε όλη την αλήθεια. Της είπε για την θυσία που έπρεπε να γίνει και πως το γεφύρι θα έστεκε γερό και περήφανο, μόνο αν έδινε τη ζωή και την ευχή της για αυτό.

Ένα μόνο δάκρυ κύλησε από τα μάτια της Λυγερής. Βουρκωμένα γυάλιζαν στο φως του ήλιου και μια έκφραση απόλυτης γαλήνης και αποφασιστικότητας κυριαρχούσε στο πρόσωπο της, κάνοντας τα χαρακτηριστικά του προσώπου της όλο και πιο ξεχωριστά. Χωρίς δεύτερη σκέψη σηκώθηκε από την ξύλινη καρέκλα της φωτεινής κουζίνας και άρπαξε ένα χαρτί και ένα στυλό. Αν και δεν ήξερε να γράφει πολύ καλά, ένιωθε την υποχρέωση να γράψει ένα γράμμα στον πολυαγαπημένο της άντρα.

Το αηδόνι της κράτησε συντροφιά και όταν τελείωσε να γράφει η Λυγερή τη συνόδεψε στη γέφυρα. Στη διαδρομή, η Λυγερή περπατούσε περήφανα με ρυθμικό βήμα, φαινόταν χαρούμενη, ήρεμη. Το αηδόνι δεν πίστευε στα μάτια του, απορούσε τι σκεφτόταν αυτό το αγγελικό πρόσωπο, προσπαθούσε να «διαβάσει» τις σκέψεις της, ήθελε να δει τι είχε γράψει στο γράμμα, μα πια ήταν αργά, είχαν σχεδόν φτάσει.

 Η Λυγερή, μόλις έφτασαν, φώναξε με δυνατή, καθαρή φωνή: «Τα θεμέλια της γέφυρας αυτής να είναι τόσο γερά όσο η αγάπη που μοιράζομαι με τον άνδρα μου, οι άνθρωποι που θα τη διαβούν να είναι τόσοι, όσα ήταν τα χαμόγελα που μοιραστήκαμε και να αντιστέκεται σε κάθε παράγοντα που θέλει να την γκρεμίσει όπως αντισταθήκαμε εμείς οι δύο σε όλες τις δυσκολίες της ζωής μας». Μόλις είπε αυτά τα λόγια έπεσε μέσα στον ασβέστη.

Οι εργάτες συγκινημένοι ούρλιαζαν και έσπευσαν να την σώσουν. Φώναζαν πως ο αρχιμάστορας κατάφερε να αλλάξει την θυσία και πως είχε ήδη θυσιαστεί για να την σώσει. Δυστυχώς όλα ήταν μάταια. Το ζευγάρι είχε «χτίσει» πλέον την αγάπη του σε αυτό το γεφύρι. Βουρκωμένο το αηδόνι άρχισε να κελαηδά και πέταξε προς το σπίτι του ζευγαριού.  Άνοιξε το γράμμα…

Αγαπημένε μου,

σε ευχαριστώ πάρα πολύ για όλα. Όλη σου την ζωή έβαζες την οικογένειά σου και την αγάπη σου για εμένα πάνω από όλα. Μου χάρισες υπέροχα χρόνια, μου έδωσες την ευκαιρία να νιώσω την αγάπη, τη λατρεία, τον έρωτα. Ήρθε η ώρα να σου δώσω και εγώ αυτό το δώρο. Ξέρω ότι ποτέ δεν θα έκανες κάτι κακό σε κάποιον άνθρωπο και πολύ περισσότερο σε εμένα. Για αυτό κι εγώ δεν θα βαρύνω άλλο την καρδιά σου. Έζησα μια υπέροχη ζωή, έχω δύναμη μέσα μου και με τη θέλησή μου θα σου κάνω το δώρο της θυσίας μου. Είμαι έτοιμη να φύγω, θα βρεθούμε…

                                                                                Σε αγαπώ πολύ.

 Το κελάηδισμα του αηδονιού, θύμιζε μοιρολόι. Μια μέρα κράτησε το μοιρολόι και το κλάμα του. Από εκείνη τη μέρα και μετά όμως το αηδόνι τραγουδούσε στο ζευγάρι τις πιο όμορφες μελωδίες. Ούτε μια στιγμή δεν σταμάτησαν να ακούγονται τα περήφανα τραγούδια του δίπλα από το στητό γεφύρι, τα οποία υμνούσαν την βαθιά αγάπη και την αυτοθυσία του μοναδικού ζευγαριού.

Εργασία της Μπόζια Αναστασίας

Σχετικά άρθρα